- μεταφράσιμος
- -η, -ο [μετάφραση]αυτός που μπορεί να μεταφραστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταφραστός — ή, ό [μεταφράζω] 1. (κυρίως για λογοτεχνικό κείμενο) αυτός που μπορεί να μεταφραστεί έτσι ώστε να διατηρούνται επαρκώς η ενάργεια και η χάρη τού πρωτοτύπου, ο μεταφράσιμος … Dictionary of Greek